- αὐλῳδός
- αὐλῳδόςone who sings to the flutemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυλωδός — αὐλῳδός, ο (Α) αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… … Dictionary of Greek
αὐλῳδοί — αὐλῳδός one who sings to the flute masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῳδῷ — αὐλῳδός one who sings to the flute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῳδόν — αὐλῳδός one who sings to the flute masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλωδία — αὐλῳδία, η (Α) [αυλῳδός] τραγούδι με συνοδεία αυλού … Dictionary of Greek
αυλωδώ — αὐλῳδῶ ( έω) (Μ) [αυλῳδός] τραγουδώ με συνοδεία αυλού … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αὐλῳδοῖς — αὐλῳδέω sing to the flute pres opt act 2nd sg (attic epic doric) αὐλῳδός one who sings to the flute masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῳδῶν — αὐλῳδέω sing to the flute pres part act masc nom sg (attic epic doric) αὐλῳδός one who sings to the flute masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)